εκπυρσοκρότηση

εκπυρσοκρότηση
η
1. κρότος από ανάφλεξη εκρηκτικής ύλης
2. (για πυροβόλο όπλο) πυροβολισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εκπυρσοκρότηση — η 1. έκρηξη, κρότος από ανάφλεξη εκρηκτικής ύλης. 2. πυροβολισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έκρηξη — Βίαιη και ταχύτατη απελευθέρωση ενέργειας, η οποία εκδηλώνεται με τη μορφή θερμότητας, φωτός, τεράστιας παραγωγής αερίων και συνεπώς μηχανικού έργου. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται συνήθως στη χημική αντίδραση που παράγεται μέσα στην εκρηκτική ύλη… …   Dictionary of Greek

  • πυροβολισμός — ο, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πυροβολώ, η εκπυρσοκρότηση πυροβόλου όπλου 2. ο ήχος που παράγεται κατά την εκπυρσοκρότηση οποιουδήποτε πυροβόλου όπλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυροβολώ + κατάλ. ισμός τών ρ. σε ίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1825… …   Dictionary of Greek

  • συμπυρσοκρότηση — η, Ν 1. ταυτόχρονη εκπυρσοκρότηση από πολλά όπλα 2. ο κρότος από ταυτόχρονη εκπυρσοκρότηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πυρσοκροτώ. Η λ., στον λόγιο τ. συμπυρσοκρότησις, μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • έκκαυμα — Μέσο για την πρόκληση έκρηξης μιας γόμωσης. Το έ. χρησιμοποιείται για να αποφευχθούν οι εύφλεκτες εκρηκτικές ύλες σε επικίνδυνες ποσότητες (όπως ο βροντώδης υδράργυρος), οι οποίες είναι πολύ ευαίσθητες στην κρούση. Τα βλήματα είναι συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • ανατροχάζω — (Α ἀνατροχάζω) (για πυροβόλα) μετακινούμαι προς τα πίσω κατά την εκπυρσοκρότηση, οπισθοδρομώ αρχ. τρέχω προς τα επάνω ή προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + τροχάζω («τρέχω») < τροχός. ΠΑΡ. ανατροχασμός] …   Dictionary of Greek

  • ανατροχασμός — ο (Α ἀνατροχασμός) η βίαιη οπισθοδρόμηση πυροβόλου κατά την εκπυρσοκρότησή του αρχ. τρέξιμο προς τα πίσω …   Dictionary of Greek

  • βολή — Το σύνολο των αναγκαίων υπολογισμών και χειρισμών για να εκτελεστεί η σκόπευση και η εκπυρσοκρότηση των πυροβόλων όπλων, έτσι ώστε τα βλήματα να πετύχουν τον στόχο. Ανάλογα με τη θέση του όπλου και του στόχου έχουμε διάφορα είδη β. (π.χ. β.… …   Dictionary of Greek

  • επισήμανση — η (AM ἐπισήμανσις) [επισημαίνω] νεοελλ. 1. σημάδεμα, μαρκάρισμα 2. έντονη και εμφαντική υπόδειξη, τονισμός 3. εκτύπωση σε γραμματόσημο ή ένσημο νέας αξίας ή άλλης ένδειξης 4. ναυτ. η τοποθέτηση σημάτων σε επικίνδυνα για τους ναυτιλλομένους σημεία …   Dictionary of Greek

  • ευφλογιστία — η [ευφλόγιστος] 1. το να αναφλέγεται κάτι εύκολα 2. (ειδ.) η εύκολη εκπυρσοκρότηση πυροβόλου όπλου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”